- Σταυρωτή
- Ημιορεινός οικισμός (92 κάτ., υψόμ. 350 μ.), στην επαρχία Κοζάνης, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αμυγδαλέας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταυρωτός — ή, ό / σταυρωτός, ή, όν ΝΜ [σταυρῶ, ώνω] τοποθετημένος σε σχήμα σταυρού, σταυροειδής («σταυρωτός ναός» σταυρεπίστεγος ναός) νεοελλ. 1. (για ένδυμα) αυτός στον οποίο, το δεξί ή αριστερό πέτο είναι μεγαλύτερο ώστε να καλύπτει μέρος τού άλλου και να … Dictionary of Greek
Kozani — Gemeinde Kozani Δήμος Κοζάνης (Κοζάνη) … Deutsch Wikipedia
επίκριο — το (Α ἐπίκριον) η κατώτατη σταυρωτή κεραία τού ιστού τών τρίστηλων ιστιοφόρων νεοελλ. βάτραχος τής οικογένειας τών κεκυλιιδών αρχ. το πλάγιο ξύλο τού ιστού στο οποίο δένονται τα άρμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίκρια* «ικρίωμα, κατάστρωμα, σκέπαστρο»] … Dictionary of Greek
κομπός — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
μυοπάρων — ο (Α μυοπάρων, ωνος) νεοελλ. ναυτ. τύπος δίστηλου ιστιοφόρου πλοίου τού παλαιού ναυτικού με πρωραίο πέτασμα που μοιάζει με το πέτασμα τού πάρωνα, αλλά χωρίς σταυρωτή κεραία στον πρυμναίο ιστό, κν. γολετόμπρικο, σκούνα αρχ. είδος ελαφρού… … Dictionary of Greek
σταυρεπικονίαση — η, Ν βοτ. η διεργασία τής επικονίασης κατά την οποία ο μικρογαμέτης, που γονιμοποιεί το ωοκύτταρο ενός άνθους, προέρχεται από τον γυρεόκοκκο ενός διαφορετικού φυτικού ατόμου, αλλ. σταυρωτή επικονίαση … Dictionary of Greek
τρότσα — η, Ν ναυτ. κοινή ονομασία τής αγκοίνης, σχοινιού ή σιδερένιου εξαρτήματος, που συγκρατεί τη σταυρωτή κεραία πάνω στον ιστό … Dictionary of Greek
φόγος — ο, Ν ναυτ. η κατώτατη σταυρωτή κεραία τού ιστού τών τρίστηλων ιστιοφόρων, επίκριο … Dictionary of Greek
Γκιμπέρτι, Λορέντσο — (Lorenzo Ghiberti, Φλωρεντία 1378 – 1455). Ιταλός γλύπτης και χρυσοχόος. Ανέπτυξε τη δραστηριότητά του στις αρχές του 15ου αι., όταν η Φλωρεντία ανέκτησε στον καλλιτεχνικό τομέα την πρωτοβουλία που είχε χάσει στο β’ μισό του 14ου αι. Το 1402,… … Dictionary of Greek